- κτηνοβάτης
- κτηνοβάτης [ᾰ], ου, ὁ, (A
βαίνω A.11.1
) one guilty of bestiality, Sch.Ar. Ra.432, 965.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαίνω A.11.1
) one guilty of bestiality, Sch.Ar. Ra.432, 965.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κτηνοβάτης — one guilty of bestiality masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνοβάτης — ο (Μ κτηνοβάτης) άνθρωπος που συνουσιάζεται με ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. στυλο βάτης, σχοινο βάτης] … Dictionary of Greek
κτηνοβάτου — κτηνοβάτης one guilty of bestiality masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνοβατώ — (Μ κτηνοβατῶ, έω) [κτηνοβάτης] είμαι κτηνοβάτης, συνουσιάζομαι με ζώο … Dictionary of Greek
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
ζωοφθόρος — ζωοφθόρος, ον (AM) 1. αυτός που φθείρει, που καταστρέφει ζώα 2. κτηνοβάτης, ένοχος κτηνοβασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανθρωπο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
κτηνοβασία — η (Μ κτηνοβασία) [κτηνοβάτης] η συνουσία με ζώο … Dictionary of Greek
κτηνοφθόρος — κτηνοφθόρος, ὁ, ἡ (Μ) κτηνοβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. βιο φθόρος, τεχνο φθόρος] … Dictionary of Greek